καλοφτ(ε)ιάνω

καλοφτ(ε)ιάνω
και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω
1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, -η, -ο
α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος
β) (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία σωματική διάπλαση, ο καλά διαπλασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”